ἤματος

ἤματος
ἦμαρ
day
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἥματος — ἥ̱ματος , ἧμα that which is thrown neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύπημα — ήματος και ημάτου, το (Α λύπημα, ήματος) [λυπώ] 1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.) 2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού… …   Dictionary of Greek

  • παρήθημα — ήματος, τὸ, Α [παρηθώ] ό,τι απομένει μετά το στράγγισμα, το κατακάθι …   Dictionary of Greek

  • παρεξήγημα — ήματος, τὸ, Α [παρεξηγούμαι] παρεξήγηση …   Dictionary of Greek

  • παρεξεύρημα — ήματος, τὸ, Α [παρεξευρίσκω] 1. επινόηση 2. πρόφαση …   Dictionary of Greek

  • παρεπαίσθημα — ήματος, τὸ, Α [παρεπαισθάνομαι] συμπλήρωση τής αίσθησης …   Dictionary of Greek

  • πνευμονογράφημα — ήματος, το, Ν ιατρ. διάγραμμα, γραφική παράσταση που δείχνει τις διακυμάνσεις τής αναπνοής και γίνεται με ειδική συσκευή, τον πνευμονογράφο ή πνευμογράφο …   Dictionary of Greek

  • πράμνημα — ἡματος, τὸ, Α μόσχευμα, βλαστός από κλήμα από το οποίο παραγόταν ο πράμνειος οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πράμνειος] …   Dictionary of Greek

  • πρήμα — ήματος, τὸ, Α οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, έχω φλεγμονή, φουσκώνω» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

  • προβλάστημα — ήματος, τὸ, Α [προβλαστάνω] πρώιμο βλαστάρι, πρώιμος βλαστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”